- δελφινέλαιο
- τολάδι από σκουρόχρωμο δελφίνι που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία και τη βυρσοδεψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς (-ίνος) + έλαιο. Η λ. δελφινέλαιον μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαβέριο Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.